Σκοπός

Σκοπός του εργαστηρίου είναι να υπηρετήσει, ως σταθερή δομή, τις διδακτικές και ερευνητικές ανάγκες της Νομικής Σχολής και άλλων τμημάτων του ΑΠΘ, αλλά και να παρέμβει στη θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας στην κατεύθυνση μιας αποτελεσματικής και δικαιοκρατικής αντιμετώπισης της διαφθοράς και του οικονομικού εγκλήματος στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και να στηρίξει τις προσπάθειες για την εγκαθίδρυση της διαφάνειας και τη διεύρυνση αυτής μέσω των δραστηριοτήτων του.

Ειδικότερα: Στη νομική επιστήμη αποτελεί εκτίμηση καθολικής πλέον παραδοχής ότι τα –παραγνωρισμένα παλαιότερα ως προς τη βλαπτική κοινωνική δυναμική τους– φαινόμενα της αδιαφάνειας, της διαφθοράς και του οικονομικού εγκλήματος συνιστούν κοινωνικές εκδηλώσεις που απειλούν την ισότητα των ευκαιριών, τη δίκαιη κατανομή πλούτου και τα ίδια τα θεμέλια της ευημερίας των λαών, καθώς αναιρούν θεμελιώδεις αρχές που είναι σημαντικές για τη δημοκρατική λειτουργία των επιμέρους κοινωνιών, όπως η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα, η ισονομία και η προστασία ασθενέστερων ομάδων. Τα φαινόμενα αυτά και οι οικονομικές πρακτικές που τα προκαλούν ή και τα συνοδεύουν, πλήττουν παράλληλα δομικά στοιχεία των εθνικών οικονομικών συστημάτων, ακυρώνοντας έτσι, κατ’ ουσία, κάθε προσπάθεια για μια οικονομικά αποτελεσματική και ισόρροπη κατανομή πόρων και προσόδων, για μια δίκαιη παραγωγή και διανομή αγαθών και για την επικράτηση ενός ελεύθερου, θεμιτού και κοινωνικά επωφελούς ανταγωνισμού μεταξύ των δρώντων οικονομικών υποκειμένων. Η αποτελεσματική αλλά και δικαιοκρατική αντιμετώπιση των πιο πάνω φαινομένων, καθώς και η εγκαθίδρυση και στήριξη της διαφάνειας στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, που σε μια –επιβαλλόμενη– διακλαδική προσέγγιση εμπλέκουν σχεδόν όλα τα γνωστικά αντικείμενα της νομικής επιστήμης, αποτελούν το αντικείμενο διδασκαλίας, έρευνας, αλλά και παρέμβασης στη θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας με τα οποία ασχολείται το εργαστήριο.

Η επικέντρωση του ενδιαφέροντος στη διαφθορά, στο οικονομικό έγκλημα, και στη διαφάνεια, ως βασικό εργαλείο πρόληψής τους, δεν υπήρξε τυχαία. Η δημοσιονομική κρίση στην ευρωζώνη και στη χώρα μας έχουν διαφοροποιήσει δραστικά το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ασκώντας πιέσεις για ριζικές θεσμικές αλλαγές. Η δημόσια συζήτηση προβάλλει επιτακτικά, μεταξύ άλλων, το αίτημα για αποτελεσματική «καταπολέμηση» της διαφθοράς και της οικονομικής εγκληματικότητας όχι μόνο στο δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα. Στα παραπάνω φαινόμενα εντοπίζεται εξάλλου –κάποτε με μονομέρεια– το αποκλειστικό αίτιο της δημοσιονομικής κατάρρευσης της χώρας, και αποθαρρύνονται έτσι περισσότερο σύνθετες προσεγγίσεις, που είναι όμως αναγκαίες. Αυτές επιβάλλουν να συνδεθούν τα φαινόμενα της αδιαφάνειας, της διαφθοράς και της οικονομικής εγκληματικότητας με βαθύτερες προβληματικές δομές της ελληνικής κοινωνικής και θεσμικής πραγματικότητας αλλά και με τις σχετικές διεθνείς παραμέτρους.

Η συγκυρία αυτή έχει δημιουργήσει ευκαιρίες, αλλά εγκυμονεί και κινδύνους. Για παράδειγμα, ο υψηλός δείκτης συναίνεσης για αυστηρή τιμώρηση των συζητούμενων παραβατικών συμπεριφορών και των σύστοιχων μορφών εγκληματικότητας ευνοεί τη διαρκή αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου. Πολλές από τις προσπάθειες, όμως, που εκδηλώνονται εν μέσω της κρίσης, συνεχίζουν να διέπονται από αποσπασματικότητα των νομοθετικών παρεμβάσεων, οι οποίες έχουν δώσει συχνά την εντύπωση βεβιασμένων αντιδράσεων πανικού. Γενικότερα, ακόμη και σήμερα -παρά τις όποιες θετικές προσπάθειες έχουν γίνει- δεν μπορεί να εντοπίσει κανείς την ύπαρξη μιας σαφούς και μακροπρόθεσμης στρατηγικής, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσαν να οριοθετηθούν με ψύχραιμο τρόπο οι αναγκαίες θεσμικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των σχετικών φαινομένων, την εγκαθίδρυση και στήριξη της διαφάνειας και την αποσαφήνιση του –συνταγματικά ήδη επικουρικού– ρόλου του ποινικού δικαίου στο γενικότερο θεσμικό πλαίσιο της χώρας. Τα δεδομένα αυτά καθιστούν σαφές, τόσο σε επίπεδο ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας, όσο όμως και σε επίπεδο εφαρμογής του δικαίου και μελλοντικού σχεδιασμού, ότι η ανάπτυξη ενός αξιόπιστου συστήματος κανόνων και αρχών για την βέλτιστη και σφαιρική αντιμετώπιση των φαινομένων της διαφθοράς και του οικονομικού εγκλήματος από όλους τους κλάδους δικαίου που αφορούν τα συγκεκριμένα φαινόμενα αποτελεί στη σύγχρονη ιστορική συγκυρία της Ελλάδας αναγνωρισμένη ανάγκη και αίτημα πρώτης προτεραιότητας. Το Εργαστήριο της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ ως δομή σταθερής, εστιασμένης και διακλαδικής ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας που ασχολείται σφαιρικά με το πρόβλημα, παροτρύνει και υποστηρίζει νέους επιστήμονες να ασχοληθούν με αυτό, επιδιώκει να συμβάλει στη διαμόρφωση συνειδήσεων για τη διαφάνεια στο δημόσιο βίο και στις ιδιωτικές συναλλαγές, ενώ αναπτύσσει παράλληλα συνέργειες με την εφαρμογή του δικαίου στην πράξη και επιδιώκει να λειτουργεί σε μόνιμη βάση συμβουλευτικά και για τη νομοθετική εξουσία. Ειδικότερα, το Εργαστήριο φιλοδοξεί να καταστήσει εφικτή τη διαχρονική διατύπωση αξιόπιστων προτάσεων και να υποστηρίξει τη χώρα στην κατάστρωση ενός νηφάλιου, συστηματικού και αποτελεσματικού στρατηγικού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση και πρόληψη των σχετικών φαινομένων, αλλά και για την αναμόρφωση –κάθε φορά που θα χρειάζεται– του θεσμικού της πλαισίου με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και των δικαιοκρατικών αρχών του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού.